Αντίποινα
Της Ζέτας Παπανδρέου
- Σκοποί – στόχοι εκπαιδευτικού σεναρίου
Αποτίμηση των επιπτώσεων της Κατοχής στην ελληνική κοινωνία. Εξέταση των μορφών και της σημασίας της αντίστασης των Ελλήνων εναντίον των δυνάμεων Κατοχής. Μελέτη των τριών αρχών άσκησης γερμανικών αντιποίνων. Χρονολογικός προσδιορισμός των βασικών αρχών άσκησης αντιποίνων και κριτική εξέταση των μεταξύ τους διαφοροποιήσεων. Επεξεργασία μαρτυριών επιζησάντων από διαφορετικούς ελληνικούς τόπους και συζήτηση σχετική με τη δραματική αλλαγή που προκάλεσαν τα τραυματικά ιστορικά γεγονότα στη ζωή των πληροφορητών. Κατανόηση της διαδικασίας του πένθους και της υποβόσκουσας οδύνης των ιστορικών υποκειμένων και κοινωνιών. Διερεύνηση των τρόπων αναζωπύρωσης της μνήμης με τη δημιουργία σχετικών μνημείων ή μουσείων και τη διοργάνωση εκδηλώσεων μνήμης. Αποτίμηση της σημασίας σύνδεσης των αποζημιώσεων με την ηθική αποκατάσταση των θυμάτων και των οικογενειών τους.
Δημιουργία «ανοιχτού», νηφάλιου και ερευνητικού κλίματος. Ανάλυση «ιστορικής» γλώσσας, εμβάθυνση στη συγκινησιακή χρήση της γλώσσας (ενδεχόμενες αποσιωπήσεις ή προκαταλήψεις). Καλλιέργεια δεξιοτήτων ψηφιακού εγγραμματισμού.
- Δομή – Ανάπτυξη του σεναρίου
Η διδακτική μας πρόταση η οποία απευθύνεται σε μαθητές / τριες του Γυμνασίου και του Λυκείου είναι διαρθρωμένη στις ακόλουθες Θεματικές Ενότητες: Εισαγωγή – Κεφάλαιο: Γιώτα Κολιοπούλου – Κωνσταντοπούλου – Κεφάλαιο: Αργύρης Σφουντούρης.
Στην Εισαγωγή παρέχονται βασικά στοιχεία που αφορούν α) τις αρχές άσκησης αντιποίνων κατά τη διάρκεια της Κατοχής, πάγια τακτική των Γερμανών κατακτητών με σκοπό την καταστολή της αντίστασης και του απελευθερωτικού αγώνα του ελληνικού λαού, β) την έννοια του τραύματος και τα στάδια διεργασίας του πένθους σε περιπτώσεις ιστορικού πολιτισμικού τραύματος και γ) τις εκλεκτικές συγγένειες μεταξύ των δύο βασικών πληροφορητών (Κολιοπούλου – Κωνσταντοπούλου και Σφουντούρη), τόσο σε σχέση με την ακραία οδυνηρή εμπειρία που έζησαν, αλλά, κυρίως, για τη στάση της ζωής τους η οποία αρνείται την καθήλωση σ’ ένα αέναο πένθος και συνδέεται με δράσεις που προάγουν την ηθική δικαίωση και την αποκατάσταση των θυμάτων.
Στα δύο Κεφάλαια: Γιώτα Κολιοπούλου – Κωνσταντοπούλου και Αργύρης Σφουντούρης ως αφόρμηση αξιοποιείται η ταινία από την αρχική συνέντευξη της / του μάρτυρα (Αρχείο MOG) που δημιουργήθηκε για την εκπαιδευτική πλατφόρμα. Οι πληροφορητές μας αφηγούνται εμπειρίες της ζωής τους, δομημένες σε αποσπάσματα – υποενότητες που εμείς έχουμε επιλέξει με κριτήρια παιδαγωγικής καταλληλότητας και διδακτικής αξιοποίησης στο πλαίσιο αποφυγής αναφοράς εξαιρετικά οδυνηρών εμπειριών.
Στο Κεφάλαιο: Γιώτα Κολιοπούλου – Κωνσταντοπούλου το διδακτικό σενάριο αναπτύσσεται σε πέντε στάδια.
Στο πρώτο στάδιο, στην Ενότητα Η ζωή πριν τον πόλεμο (Δραστηριότητα: «Εκείνο που γνωρίζω, όμως, τα Καλάβρυτα από το 1926 είχανε μια πρόοδο τρομερή»), οι μαθητές /τριες μελετούν πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές οι οποίες αναφέρονται στην οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή της κωμόπολης των Καλαβρύτων, κυρίως κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.
Στο δεύτερο στάδιο, στην Ενότητα Μετά ήρθαν οι πίκρες και μας σκεπάσανε (Δραστηριότητες: «Επιχείρηση Καλάβρυτα» – «Γυναίκες, γυναίκες μας σκότωσαν τους άντρες». Καλάβρυτα: 13 Δεκεμβρίου 1943 – Αρχές άσκησης αντιποίνων – «Γερμανέ στρατιώτη, κοίτα πάντα γύρω σου. Είσαι εντελώς μόνος») εξετάζουν τον μεθοδικό τρόπο με τον οποίο οι Γερμανοί προσπαθούσαν να εξοντώσουν οποιαδήποτε ελληνική αντιστασιακή δράση και μέσω της εικαστικής έκφρασης γνωρίζουν ιστορικά στοιχεία σχετικά με τη μαζική εκτέλεση των Καλαβρυτινών στις 13 Δεκεμβρίου 1943.
Στο τρίτο στάδιο, με την Ενότητα Ο πόνος και η λύπη άρχισαν να γράφονται με αίμα και νερό (Δραστηριότητα «Η ζυγαριά έγειρε προς τη ζωή») οι μαθητές / τριες διερευνούν συνέπειες αυτής της τραυματικής εμπειρίας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, τρόπους αντιμετώπισης του πένθους, ενέργειες των κατοίκων στον αγώνα να επιβιώσουν μετά τα αντίποινα στον τόπο τους.
Στο τέταρτο στάδιο στην Ενότητα Διαιρεμένη μνήμη (Δραστηριότητα: «Εγώ είχα πάει για την πατρίδα μου, για την αντίσταση ενάντια στους λαούς τους βάρβαρους») εξετάζουν το ζήτημα των έντονων διαφωνιών μεταξύ των κατοίκων σχετικά με τα αίτια της άσκησης αντιποίνων στην περιοχή τους.
Στο πέμπτο στάδιο, η Ενότητα Πρίσματα της αποκατάστασης των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας (Δραστηριότητες: Έρχεται στα Καλάβρυτα γερμανική βοήθεια – Ανάλυση φωτογραφιών), αποσκοπεί αφενός στην εξέταση της σημασίας αξιοποίησης γερμανικών πρωτοβουλιών που δεν υπονομεύουν το ζήτημα των ελληνικών αξιώσεων για αποζημιώσεις αλλά, λειτουργούν, εν μέρει, ως ηθική αποκατάσταση των θυμάτων του ναζισμού και αφετέρου στη σημασία δημιουργίας μνημονικών τόπων.
Στο Κεφάλαιο: Αργύρης Σφουντούρης το διδακτικό σενάριο αναπτύσσεται σε έξι στάδια.
Στο πρώτο στάδιο, η Ενότητα Η σφαγή του Διστόμου (Δραστηριότητες: Η σφαγή του Διστόμου – Συγκάλυψη της απόλυτης παραβίασης των ανθρώπινων δικαιωμάτων – Η γερμανική τακτική άσκησης αντιποίνων) αποσκοπεί ώστε οι μαθητές / τριες μέσω της συστηματικής κριτικής προσέγγισης πηγών να εξετάσουν τι συνέβη, πώς συνέβη, ποιοι άρχισαν τη σύγκρουση. Επίσης, να εντοπίσουν ομοιότητες και διαφορές που παρουσιάζουν οι διάφορες πτυχές του θέματος και να εξάγουν συμπεράσματα.
Στο δεύτερο στάδιο, με την Ενότητα «Καταλάβαμε ότι ήμασταν τελείως ορφανά» (Δραστηριότητα: Στάθης Σταθάς: Εδώ το λένε Δίστομο) και με την Ενότητα Στο ορφανοτροφείο (Δραστηριότητα: Τρώει κάτι το παιδί, δε θα πεθάνει) οι μαθητές / τριες είναι σε θέση να κατανοήσουν την απήχηση και τις συνέπειες των αποτρόπαιων γεγονότων της 10 ης Ιουνίου 1944 στους κατοίκους του Διστόμου.
Στο τρίτο στάδιο, με την Ενότητα Το χωριό Πεσταλότσι για τα ορφανά παιδιά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Δραστηριότητα: Το γράμμα στον Αϊνστάιν) και με την Ενότητα Στο Πανεπιστήμιο (Δραστηριότητα: Δίψα για κουλτούρα) μαθαίνουν στοιχεία από την παιδική – εφηβική – μεταεφηβική περίοδο της ζωής του Αργύρη Σφουντούρη στην Ελβετία.
Στο τέταρτο στάδιο, η Ενότητα Διαχείριση της μνήμης του τραυματικού γεγονότος (Δραστηριότητες: «Γιατί έγινε όλο αυτό; Τι πρέπει να κάνουμε για να μην ξαναγίνει;» – Το τραύμα εκφράζεται) θίγεται το ζήτημα της αξίας της παραδειγματικής μνήμης η οποία δίνει τη δυνατότητα για την επεξεργασία του τραυματικού παρελθόντος σε ένα πλαίσιο που αφορά κινητοποιήσεις στο παρόν. Επίσης, δίνεται η δυνατότητα στους μαθητές / τριες να εμβαθύνουν στη διεργασία του πένθους στους μαρτυρικούς τόπους και συγκεκριμένα στο σημαντικό στάδιο κατά το οποίο το τραύμα αρχίζει να εκφράζεται.
Στο πέμπτο στάδιο, η Ενότητα Η ιστορία μιας φωτογραφίας (Δραστηριότητες: Η ιστορία μιας ζωής. Η ιστορία μιας φωτογραφίας. – Η φωτογραφία ως κοινωνικό ντοκουμέντο) έχει στόχο μία εναλλακτική αφήγηση για το παρελθόν (Δίστομο 1944, τέσσερις μήνες μετά τη Σφαγή) μέσω της αξιοποίησης μιας πρωτογενούς πηγής (φωτογραφία της Μαρίας Παντίσκα) και μίας προφορικής μαρτυρίας (εξιστόρηση από τη Μαρία Παντίσκα του χωροχρονικού πλαισίου που τραβήχτηκε η φωτογραφία της από τον Dmitri Kessel). Οι μαθητές / τριες θα αντιληφθούν τη σημασία της δουλειάς της Βούλας Παπαϊωάννου και του Dmitri Kessel και τους λόγους για τους οποίους οι φωτογραφίες τους συνιστούν συγκλονιστικές ιστορικές μαρτυρίες.
Στο έκτο στάδιο, στην Ενότητα Αποζημιώσεις και ηθική αποκατάσταση των θυμάτων (Δραστηριότητα: Ελλάδα – Γερμανία: Θέσεις και στάσεις αναφορικά με τα εγκλήματα του εθνικοσοσιαλισμού και την ηθική αποκατάσταση των θυμάτων) οι μαθητές / τριες επικεντρώνονται στην έννοια της «επανορθωτικής» δικαιοσύνης. Διερευνούν το μέτρο μεταξύ της ηθικής δικαίωσης των θυμάτων, της αποκατάστασης για τις αποτρόπαιες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της παραδοχής – συγχώρησης σε επίπεδο κρατών, θεσμών και πολιτών.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Όταν αναφερόμαστε στα χρόνια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα, αμέσως ο νους μας οδηγείται στους μαρτυρικούς τόπους, τα χωριά και τις πόλεις που οι κάτοικοί τους υπέστησαν την απόλυτη ναζιστική θηριωδία.
Ήταν πάγια τακτική των Γερμανών, από την αρχή της κυριαρχίας τους, η άσκηση αντιποίνων. Με τα μέτρα αυτά αποσκοπούσαν στην καταστολή της δυναμικής του απελευθερωτικού αγώνα των πολιτών μέσω της δημιουργίας αισθήματος τρόμου στον πληθυσμό.
Η λογική των αντιποίνων υπάκουε σε τρεις αρχές:
Α) Αρχή της ασύμμετρης απάντησης, σύμφωνα με την οποία για κάθε απώλεια των κατοχικών στρατευμάτων, τα θύματα από τον ντόπιο πληθυσμό θα πρέπει να είναι πολλαπλάσια. Σύμφωνα με την Οδηγία του στρατάρχη Wilhelm Keitel (16.9.1941) σαν εξιλέωση για τη ζωή ενός Γερμανού στρατιώτη πρέπει να ισχύει γενικά σαν ανάλογη η θανατική ποινή για 50 – 100 στασιαστές.
Β) Αρχή της συλλογικής ευθύνης. Πρόκειται για επιβολή αντιποίνων γενικής μορφής, δηλαδή, τιμωρείται όλος ο ανδρικός πληθυσμός από τις γύρω περιοχές με μια προκαθορισμένη αναλογία, διότι δεν ενδιαφέρει τους Γερμανούς αξιωματικούς ο εντοπισμός των ενόχων της ενέργειας που διαπράχθηκε.
Γ) Άρση της διάκρισης εμπολέμων και αμάχων. Οι κατακτητές μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας (1943) προσπάθησαν με ακόμη πιο πιεστικό τρόπο να διατηρήσουν την κατοχική ισχύ τους. Η τρομοκρατία, που ήταν το κύριο όργανο επιβολής και αποτελούσε την τελευταία ελπίδα των κατακτητών, είχε πλέον ως κύριο χαρακτηριστικό, εκτός από συνηθισμένες ποινές – όπως χρηματικά πρόστιμα, συλλήψεις, υπηρεσίες σκοπιάς, καταστροφή οικημάτων και εκτελέσεις – την εντατικοποίηση συλλήψεων ανθρώπων που κατοικούσαν κοντά σε περιοχές ανταρτών, την υποχρεωτική αποστολή τους για καταναγκαστική εργασία, καθώς και την αλματώδη αύξηση των δολοφονικών επιχειρήσεων. Από το 1943 και μετά οι πολύνεκρες δολοφονικές επιχειρήσεις, με εκατό ή και περισσότερους νεκρούς κάθε φορά, έγιναν συνηθισμένο φαινόμενο. Ενδεικτικά και αδιαμφισβήτητα παραδείγματα συνιστούν οι μαζικές δολοφονίες αθώων ανθρώπων στα Καλάβρυτα, στο Κομμένο της Άρτας, στη Δράκεια Πηλίου, στην Κλεισούρα Καστοριάς, στο Δίστομο.
Μαρτυρικοί ελληνικοί τόποι. Ανείπωτος πόνος, μαρασμός και θλίψη. Οι άνθρωποι που επέζησαν ήταν βαθύτατα τραυματισμένοι. Οι προφορικές μαρτυρίες από εκείνη την εποχή μας συγκλονίζουν, μας βοηθούν να αντιληφθούμε την οδυνηρή κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι επιζήσαντες. «Είναι και αυτές οι μαύρες πινακίδες κρεμασμένες πάνω από τις κλειστές πόρτες με τα μεταλλικά ασημί γράμματα με τα ονόματα αυτών που σκότωσαν μέσα στο σπίτι. Όπου τα θύματα ήταν πολλά, η πινακίδα γράφει: “Εδώ σφαγιάσθηκαν άτομα 10”. Ακόμα και στους τοίχους γραμμένα με κόκκινη μπογιά ονόματα και ηλικίες. Χρονών, μηνών, ημερών. Σε όποιο σημείο του χωριού κι αν βρεθείς, τα πάντα σου θυμίζουν το μακελειό που έγινε. Τα γέλια και τα τραγούδια έχουν ξεχαστεί και τη θέση τους έχουν πάρει θλιμμένα πρόσωπα με δακρυσμένα μάτια». Με έναν ακραίο τρόπο είχε αλλάξει η καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων. Όσα υπέστησαν πώς να τα διεργαστούν με τη λογική;
Στα μεταπολεμικά χρόνια, ηθικά και συναισθηματικά οι επιζήσαντες ήταν βαρύτατα τραυματισμένοι. Οι θύτες παρέμεναν ουσιαστικά ατιμώρητοι και η στήριξη εκ μέρους της ελληνικής Πολιτείας δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επαρκής. Επίσης, οι κάτοικοι πολλών τοπικών κοινωνιών που υπέστησαν αποτρόπαιη άσκηση αντιποίνων, μην μπορώντας να διαχειριστούν το συναισθηματικό βάρος της τραγωδίας, διχάστηκαν προσπαθώντας να κατανοήσουν τα αίτιά της. Όσο κι είναι σε εμάς σαφές ότι τα αιματηρά γεγονότα εντάσσονταν στο πλαίσιο της ηθικά επιβεβλημένης αντίστασης του ελληνικού λαού και ως εκ τούτου υποστηρίζουμε το αναπόδραστο των γεγονότων, σε πολλά χωριά και κωμοπόλεις είχαμε ενδείξεις «διαιρεμένης μνήμης», δηλαδή αποδόθηκαν ευθύνες για τα αντίποινα στους αντάρτες ή σε ανθρώπους που άθελά τους συνδέθηκαν με την οργή των Γερμανών π.χ. στη νύφη του βλάχικου γάμου στους Λυγκιάδες Ιωαννίνων.
Η μνήμη του τραύματος από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι για όλους δύσκολη. Μπορούμε όμως να φανταστούμε τη δυσχερή θέση στην οποία βρέθηκαν τα θυματοποιημένα μέλη των οικογενειών αλλά και γενικότερα τα μέλη των τοπικών κοινωνιών που έζησαν αντίποινα. Εάν λάβουμε υπόψη τις απόψεις των κοινωνικών επιστημόνων σχετικά με τους τρόπους που τέτοια οδυνηρά γεγονότα έχουν καθοριστική επίδραση στο μέλλον των τόπων αυτών ως κοινωνικά σύνολα, μπορούμε με ασφάλεια να ισχυριστούμε ότι εκεί εγκαθιδρύθηκε πολιτισμικό τραύμα. Οι κάτοικοι έφεραν το αβάσταχτο φορτίο όχι μόνο του τραύματος από την αποτρόπαιη άσκηση αντιποίνων στον τόπο τους αλλά και των δεινών που προκάλεσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, και αργότερα ο Εμφύλιος στη μεταπολεμική Ελλάδα. Γεννιέται εύλογα το ερώτημα: η ομάδα των επιζησάντων σε κάθε τέτοια περίπτωση διατήρησε ή έχασε τη συνοχή και την ενότητά της;
Για να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο έζησαν αυτές οι τοπικές κοινωνίες το πένθος για την απώλεια των προσφιλών τους προσώπων, θα ανατρέξουμε στον Henry Rousso και στη μελέτη του για τη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης των Γάλλων αναφορικά με το καθεστώς του Vichy.
Ο Rousso διέκρινε τα εξής διαδοχικά στάδια σε αυτή τη διαδικασία:
Εργασία του πένθους (1944-1954):
Αποσιώπηση του επίμαχου γεγονότος και του τραύματος. |
Απώθηση (1954-1971):
Σποραδική αναθέρμανση του δημόσιου ενδιαφέροντος για το θέμα. |
Επιστροφή του απωθημένου (1971-1974):
Δειλή αναθέρμανση τόσο της ιστορικής έρευνας και μνήμης για το θέμα, όσο και του ενδιαφέροντος για την κινηματογραφική δραματοποίησή του. |
Έκρηξη της μνήμης αναφορικά με το θέμα (1974-2007) |
Μπορούμε να διακρίνουμε μια αναλογία μεταξύ των παραπάνω σταδίων της διεργασίας του πένθους σύμφωνα με τον Rousso και της διαμόρφωσης της συλλογικής μνήμης στους μαρτυρικούς τόπους. Η απώλεια αγαπημένων ανθρώπων εξ αιτίας βίαιων πράξεων έχει ως αποτέλεσμα την υπέρβαση των ψυχικών ορίων εκ μέρους των συγγενών των θυμάτων και σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις η αποσιώπηση επιστρατεύεται άμεσα και λειτουργεί σαν αμυντικός μηχανισμός. Ιδιαίτερα στις κοινωνίες στις οποίες δεν λαμβάνεται καμία πρόνοια για την αρωγή αυτών των ατόμων, η διεργασία του πένθους αναστέλλεται και τα ψυχικά τραύματα παραμένουν ενεργά παρεμβαίνοντας στις ζωές των επιζώντων.
Η επιθυμητή εξέλιξη είναι με το πέρασμα του χρόνου το πένθος να «ολοκληρωθεί», δηλαδή το άτομο δεν θα ξεχάσει ό,τι έζησε αλλά θα καταφέρει να εσωτερικεύσει ομαλά την ανάμνηση των αποτρόπαιων εμπειριών. Τα πρόσωπα που κατορθώνουν να αποσπαστούν από τον οδυνηρό κλονισμό που υπέστησαν αρχίζουν να βλέπουν το παρελθόν ως αρχή δράσης για το παρόν.
Στους μαρτυρικούς τόπους τις μετέπειτα δεκαετίες, εκτός από το ετήσιο μνημόσυνο σταδιακά οργανώθηκαν εκδηλώσεις μνήμης και κατασκευάστηκαν μνημεία και μουσεία. Κι αυτό γιατί σε κάθε κοινωνία στην οποία δίνεται έμφαση στη μνήμη τραυματικών ιστορικών γεγονότων και σε όσα αυτή η μνήμη συνεπάγεται, παρατηρούμε τη δημιουργία μνημονικών τόπων αλλά και εκδηλώσεων προς τιμήν των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας. Επιπλέον, σε πολλές περιπτώσεις σε ένα πλαίσιο ιστορικής εμβάθυνσης, κατανόησης, ηθικής δικαίωσης και κατά συνέπεια αποφόρτισης των παθών έχουμε ενέργειες όπως διεκδίκηση αποζημιώσεων, εκπαιδευτικά προγράμματα ανταλλαγής νέων ή εκπαιδευτικής συνεργασίας μεταξύ ελληνικών και γερμανικών σχολείων, οργάνωση ημερίδων και συνεδρίων, έκδοση λογοτεχνικών και ιστορικών βιβλίων ή περιοδικών.
Οι δύο βασικοί πληροφορητές μας στις διδακτικές προσεγγίσεις της Ενότητας Αντίποινα, ο Αργύρης Σφουντούρης και η Γιώτα Κολιοπούλου–Κωνσταντοπούλου, παιδιά θυμάτων των ναζί, πολλά χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, προσπάθησαν να εμποδίσουν τη διαγενεακή μετάδοση του τραύματος μετασχηματίζοντας τις βίαιες τραυματικές εμπειρίες που υπέστησαν σε πολιτικές ενέργειες ηθικής αποκατάστασης των θυμάτων.
Διαβάζουμε το συγκεκριμένο απόσπασμα από τη συνέντευξη της Γιώτας Κολιοπούλου–Κωνσταντοπούλου «Η μάνα μου [μετά την εκτέλεση των 511 αντρών στον λόφο του Καππή μεταξύ των οποίων ήταν ο άντρας της και οι δυο γιοι της] κάθισε πάνω σε μια πέτρα που ΄ταν εκεί. […] Εκαθόταν και σκεπτόταν. Εγώ δεν της μιλούσα. Την κοίταζα μόνο έτσι πολύ σιωπηλά και δεν της έλεγα τίποτα. Σε μια στιγμή μου λέει: “Πάμε. Η ζυγαριά έγειρε προς τη ζωή. […] Πάμε, έχω άλλα τρία παιδιά κάτω στον κάμπο. Θα μου πεθάνουν κι αυτά; Και σένα τέσσερα” μου λέει. “Πάμε τουλάχιστον να σώσουμε αυτά που δεν έχουν χτυπηθεί από σφαίρα”. Και φύγαμε και κατεβήκαμε κάτω και αυτή μοιρολόγαγε σε όλο τον δρόμο». Ενδεχομένως, η φράση της μάνας «η ζυγαριά έγειρε προς τη ζωή» διαμόρφωσε και τη μετέπειτα στάση ζωής της πληροφορήτριας. Η Γιώτα Κολιοπούλου–Κωνσταντοπούλου εργάστηκε ως μαία, δημιούργησε τη δική της οικογένεια, αφιέρωσε τη ζωή της στην ανέγερση μνημείου και μουσείου στα Καλάβρυτα, ίδρυσε την «Ένωση Καλαβρυτινών».
Πώς αισθανόταν άραγε ο Αργύρης Σφουντούρης όταν μικρό παιδί, μετά τα τραγικά γεγονότα της Σφαγής στα οποία σκοτώθηκαν οι γονείς του και 32 συγγενείς του, του έβγαλαν τη συγκεκριμένη φωτογραφία;
«Γιατί επέζησα; Γιατί δε σκοτώθηκα κι εγώ; Μπορεί να αφήσει κανείς πίσω του το παρελθόν, αυτή τη βαριά μαύρη σκιά; Κοιτάζω τον κόσμο και ρωτώ. Αλήθεια το θέλετε αυτό; Είναι όπως ακριβώς θυμάμαι τον εαυτό μου. [Το μικρό παιδί της φωτογραφίας] σφίγγει τα δόντια. Δεν σκέφτεται καν να γελάσει. Τα μάτια ορθάνοιχτα. Κοιτάζει τον κόσμο και ρωτά. Όταν στα τρία σου βρίσκεσαι ξαφνικά στο δρόμο, χωρίς σπίτι και γονείς, όσο κι αν με φρόντιζαν μεγάλες αδερφές, παππούς, γιαγιά, όλα όσα θεωρούσα κόσμο μου είχαν καταρρεύσει, μαζί με το νόημα της ζωής. Μέχρι σήμερα αναρωτιέμαι. Μπορεί να είναι δυνατόν; Ποιος αναλαμβάνει την ευθύνη να μην επιτρέψει να συμβεί ξανά κάτι τέτοιο;»
(Σχόλιο του Αργύρη Σφουντούρη στο ντοκιμαντέρ Ένα τραγούδι για τον Αργύρη, σκηνοθεσία Stephan Haupt)
Ο Αργύρης Σφουντούρης ανέλαβε την ευθύνη να προσπαθήσει να μη συμβεί ξανά κάτι τέτοιο. Μετά τη Σφαγή για μερικά χρόνια έζησε σε ορφανοτροφείο. Από εκεί, το 1949, τον έστειλαν στο παιδικό χωριό Πεσταλότσι της Ελβετίας. Σπούδασε πυρηνική φυσική, αστροφυσική, φιλοσοφία και παιδαγωγική και εργάστηκε ως καθηγητής. Μετέφρασε και παρουσίασε Έλληνες ποιητές και λογοτέχνες σε γερμανόφωνες χώρες. Αγωνίστηκε δυναμικά για έναν ειρηνικό κόσμο και για την ηθική δικαίωση των θυμάτων του Διστόμου.
Η στάση και των δύο πληροφορητών, Γιώτας Κολιοπούλου–Κωνσταντοπούλου και Αργύρη Σφουντούρη, λειτούργησε και λειτουργεί ως υπόδειγμα μνήμης που αρνείται την καθήλωση σε ένα αέναο πένθος και δίνει τη δυνατότητα για επεξεργασία του τραυματικού παρελθόντος σε ένα πλαίσιο που αφορά σχετικές κινητοποιήσεις στο παρόν. Από την πλευρά μας, στο πλαίσιο των διδακτικών προτάσεων του M.O.G. επιδιώξαμε την καλλιέργεια «δίκαιης μνήμης» δίνοντας έμφαση στην επεξεργασία πολλών, κάποιες φορές και αντικρουόμενων πληροφοριών, και στη σφαιρική εξέταση των γεγονότων. Παιδαγωγικά είναι σημαντικό για τους μαθητές να εμβαθύνουν κριτικά στα ιστορικά γεγονότα, να εστιάζουν στην ηθική δικαίωση των θυμάτων – χωρίς, ωστόσο, να καθορίζονται από τάσεις υπερμνησίας ή «καθήκοντος μνήμης», οι οποίες θα τους εγκλώβιζαν στο παρελθόν – και να διεκδικούν ένα φιλειρηνικό μέλλον.
Πηγές:
Αθανασίου, Ε. (2012). Η μέρα που νύχτωσε νωρίς. Δίστομο 10 Ιουνίου 1944. Αθήνα: Εκδόσεις Γεωργιάδη.
Βόγλης, Π. (2010). Η ελληνική κοινωνία στην Κατοχή 1941-1944. Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Βόγλης, Π. (2004). Τα αντίποινα των κατοχικών δυνάμεων. Εφ. Ελευθεροτυπία, Ε-Ιστορικά. τ. 241.
Δεμερτζής, Ν. (2015). Λαϊκισμός και μνησικακία: Μια συμβολή της (πολιτικής) κοινωνιολογίας των συγκινήσεων. Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, τ. 12, σ. 75-114. doi:https://doi.org/10.12681/sas.768
Δορδανάς, Σ. (2007). Το αίμα των αθώων. Αντίποινα των γερμανικών Αρχών Κατοχής στη Μακεδονία, 1941-1944. Αθήνα: Εκδόσεις Εστία.
Δρουμπούκη, Ά. Μ. (2014). Μνημεία της λήθης. Ίχνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις.
Κόκκινος, Γ. (2015). Το Ολοκαύτωμα. Η διαχείριση της τραυματικής μνήμης: θύτες και θύματα. Αθήνα: Gutenberg.
Κόκκινος Γ. (2012). Η σκιά και το πυρ. Προσεγγίζοντας τη σχέση ιστορίας, τραύματος και μνήμης. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.
Κόκκινος, Γ., Βλαχού, Μ., Σακκά, Β., Κουνέλη, Ε., Κώστογλου, Α., Παπαδόπουλος, Σ. (2007). Προσεγγίζοντας το Ολοκαύτωμα στο ελληνικό σχολείο. Αθήνα: Εκδόσεις Ταξιδευτής.
Παπανδρέου, Ζ. (2018). Τραυματική μνήμη και Δημόσια Ιστορία: Δίστομο 1944 – 2018. Αθήνα: Εκδόσεις Ταξιδευτής.
Φλάισερ, Χ. (2008). Οι πόλεμοι της μνήμης. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στη Δημόσια Ιστορία. Αθήνα: Εκδόσεις Νεφέλη.
Χατζή, Χ., Πατεράκη, Λ. (2009). Η μνήμη στην Ψυχανάλυση και στην Νευροεπιστήμη: Οι εκλεκτικές συγκλίσεις τους μέσα από τα ερωτήματα του τραύματος και της ιστορικής αλήθειας. Οιδίπους. τ. 2, Αθήνα: Εκδόσεις Ποταμός.