Μνήμη
Οι επιζήσαντες του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι οποίοι μάς κληροδότησαν αφηγήσεις εγκλωβισμένων μνημών, κατακερματισμένων και αναπλασμένων ταυτοτήτων, αποτέλεσαν την «πρώτη γενιά μνήμης» του 20oύ αιώνα.
Η δεύτερη «έκρηξη» μνήμης σημειώθηκε μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους και τον πόλεμο του Βιετνάμ που δημιουργήθηκε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την τραυματική μνήμη. Σύμφωνα με τον Jay Winter, η μαρτυρία για τα εγκλήματα πολέμου νομιμοποιήθηκε ουσιαστικά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέσω των δικαστικών ακροαματικών διαδικασιών, και αποδείχθηκε κυρίαρχη σε τρία επίπεδα στις αφηγήσεις μνήμης:
α) σε νομικό επίπεδο (οι δίκες για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας ανέδειξαν τη μαρτυρία σε βασικό συντελεστή για τη διεξαγωγή τους),
β) σε ηθικό επίπεδο (λόγω της υπεράσπισης της τραγικής ιστορίας συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων) και
γ) σε παγκόσμιο επίπεδο (η προσοχή στα λεγόμενα των θυμάτων, η παροχή βοήθειας σε αυτά και η επίδειξη σεβασμού απέναντί τους είναι προαπαιτούμενα μιας ηθικής ζωής). Οι Δίκες της Νυρεμβέργης εστίασαν στους θύτες, ενώ η «έκρηξη» μνήμης των δεκαετιών του 1970, του 1980 και του 1990 εστίασε στα θύματα.
Ο Dominick LaCapra υποστηρίζει ότι για να είναι σε θέση κάποιος που έχει βιώσει τραυματικές καταστάσεις να τις αφηγηθεί σημαίνει πως έχει την ικανότητα να αποστασιοποιηθεί από ένα παρελθόν εξακολουθητικά επώδυνο – ενίοτε και ανυπόφορο Η διαδικασία για τη μετουσίωση προϋποθέτει την κατάθεση μαρτυρίας – στην πραγματικότητα την καθ’ οιονδήποτε τρόπο έκφραση του τραύματος. Οι τραυματικές αναμνήσεις λειτουργούν, όπως ήδη αναφέρθηκε, ως «αλλότρια σώματα» για τον ψυχισμό και δημιουργούν αφεαυτών μια δυναμική, που μπορεί να εισβάλει στη συνείδηση με τη μορφή ονειροπολήσεων, αναδρομών (flashbacks), ψυχοσωματικών αντιδράσεων. Όποια κι αν είναι η μορφή τους, πιέζουν για μια μαρτυρία του τι έχει συμβεί. Είναι αυτονόητο ότι οι επιζήσαντες πρέπει να επιβιώσουν για να αφηγηθούν την ιστορία τους. Ωστόσο, είναι εξίσου σημαντικό να ζήσουν «ελαφρύνοντας» το βάρος της τραυματικής εμπειρίας τους. Πρέπει να μπορέσουν κάποια στιγμή να καταθέσουν τη μαρτυρία τους. Τα γεγονότα που μένουν στη σιωπή, που δεν εκφράζονται από αυτόν που τα έζησε και τα υπέμεινε, αποκτούν δυναμική και επηρεάζουν ως επί το πλείστον την καθημερινότητα του επιζήσαντος. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι κατά τον ίδιο τρόπο, όπως με τις περιπτώσεις οριακών ιστορικών γεγονότων (Ολοκαύτωμα), έτσι και στις μαζικές εκτελέσεις εξ αιτίας της άσκησης αντιποίνων, η σημασία της αφήγησης, η έξοδος από τη λήθη και τη σιωπή, οδηγεί με έναν λυτρωτικό τρόπο στη διαχείριση του τραύματος. Η μαρτυρία πρέπει να γίνει αντιληπτή όχι ως τρόπος ανακοίνωσης, αλλά, πολύ περισσότερο, ως τρόπος εισόδου στην αλήθεια. Το να καταθέσεις τη μαρτυρία σημαίνει ότι καταθέτεις τη μοναξιά μιας αβάσταχτης «υπευθυνότητας» και, κατά συνέπεια, αποκαλύπτεις αυτή τη μοναξιά.
Στους αντίποδες της μνήμης και της Ιστορίας στέκεται η διπλά αρνητική πρόκληση της λήθης. Ο Νίτσε έχει υποδείξει τη σημασία της λήθης για τον άνθρωπο υποστηρίζοντας χαρακτηριστικά πως μπορεί κάποιος να ζήσει ευτυχισμένος χωρίς μνήμη, όπως, για παράδειγμα, τα ζώα, αλλά είναι αδύνατον να ζήσει χωρίς να ξεχάσει. «Το αν-ιστορικό και το ιστορικό είναι εξίσου απαραίτητα για την υγεία του ατόμου, του πλήθους και του πολιτισμού. Η ατομική ή συλλογική ευτυχία εξαρτώνται από την ικανότητά του να ξεχνά ή από την ικανότητα να ξεχνά όταν πρέπει να το κάνει». Ωστόσο, πέρα από αυτή τη θεμιτή για την προσωπικότητα υγιή ενσωμάτωση της λήθης, ο Ricoeur κάνει λόγο για τις παθογενείς όψεις της λήθης, παραθέτοντας τις εξής κατηγορίες: α) ολική λήθη/αμνησία, όπου παραγράφεται ριζικά το παρελθόν, β) αμνηστία σε ό,τι αφορά την επίμαχη τραυματική μνήμη, με στόχο τον εξωραϊσμό και την αποφόρτιση των δυσάρεστων καταστάσεων (τέτοια, για παράδειγμα, είναι η τακτική που ακολουθείται μετά από έναν εμφύλιο πόλεμο, ώστε να συμφιλιωθούν οι αντίπαλες ομάδες), και γ) ηθικά επιβεβλημένη λήθη – κατάσταση που προϋποθέτει την έκφραση μεταμέλειας εκ μέρους του θύτη και τη συγχώρηση εκ μέρους του θύματος. Αποτελεί ευρεία διαπίστωση, ωστόσο, πως η λήθη, έστω και μέσω των όποιων παθογενών εκφάνσεών της, λειτουργεί ως κινητήριος μοχλός της επεξεργασίας του παρελθόντος και της ιστορικής ενασχόλησης με αυτό. Από τα παραπάνω μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν χρειάζεται μόνο εσωτερική ετοιμότητα για να αναδυθούν από τη λήθη με τη μορφή μαρτυριών τα τραυματικά γεγονότα, αλλά και ένα εννοιολογικό εργαλείο, που το προσφέρει η ιστορική συγκυρία και η επανεκτίμηση των ιστορικών πλαισίων. Σύμφωνα με τον Boll, η κατάθεση μαρτυρίας ανακουφίζει τον άνθρωπο που έχει υποστεί τραυματική εμπειρία, ένα ανέκδοτο χειρόγραφο σηματοδοτεί την ύπαρξη «υποθήκης» στον ψυχισμό έντονων και επίμονων αρνητικών συναισθημάτων τα οποία δεν υποβάλλονται σε επεξεργασία. Πρέπει, δε, να λάβουμε υπ’ όψη μας ότι ισχύει και το αντίστροφο: η υπερβολική έκθεση κάποιου στο τραύμα –για παράδειγμα, μέσω συνεντεύξεων– μπορεί να λειτουργεί αρνητικά για το ίδιο το θύμα, γιατί συγκλονίζεται και τραυματίζεται ξανά και ξανά με το να μιλάει επανειλημμένα για όσα τού έχουν συμβεί. Γνωρίζουμε την πραγματικότητα σε παρελθοντικό χρόνο γιατί την αναλύουμε, όπως αυτή παρουσιάζεται στη μνήμη μας. Το να θυμάσαι δεν είναι το αντίθετο του να ξεχνάς. Το να θυμάσαι είναι, σε ορισμένες περιπτώσεις, ένας τρόπος για να ξεχνάς.