Λιμός
Λίγους μήνες μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα (27 Απριλίου 1941), η πρωτεύουσα οδηγήθηκε σε αφανισμό λόγω της έλλειψης τροφίμων και η πείνα έπληξε τις ασθενέστερες τάξεις, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους. Ημερολόγια της εποχής ζωντανεύουν την εικόνα της πόλης: «Στο δρόμο κυκλοφορούν φαντάσματα» θυμάται η Ελένη Βλάχου, «άνθρωποι με άτονο βλέμμα, με σκυμμένες πλάτες, κοκαλιασμένοι από το κρύο, αφανισμένοι από την πείνα. Καμιά φορά τους βλέπεις πεσμένους χάμω στο πεζοδρόμιο. Είναι ζωντανοί, πεθαμένοι;» «Η πείνα θερίζει» αναφέρει συγκλονισμένος και ο Ροζέ Μιλλιέξ, τότε διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου, «από Πανεπιστημίου ίσαμε το Ινστιτούτο είδα ακόμη δυο παιδάκια 14 – 15 χρονών το ένα, 7 – 8 το άλλο, να πέφτουν κάτω από την εξάντληση. Δεν υπάρχουν πια ούτε φέρετρα για τους νεκρούς».
Σύμφωνα με τον Πολυμέρη Βόγλη η πείνα ήταν ένα σύνθετο φαινόμενο. «Ο πόλεμος και ο ναυτικός αποκλεισμός καθιστούσαν τις εισαγωγές τροφίμων αδύνατες και άρα οι διαθέσιμες ποσότητες περιορίστηκαν». Το ξεκίνημα του πολέμου και η επιστράτευση είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της αγροτικής παραγωγής του 1941. «Μετά τη συνθηκολόγηση, Ιταλοί και Γερμανοί στρατιώτες επιδόθηκαν σε μεγάλης έκτασης πλιάτσικο, ενώ πολλά αγροτικά προϊόντα, όπως λάδι, φρούτα και καπνός, όταν δεν επιτάσσονταν από τα στρατεύματα κατοχής, αγοράζονταν σε εξευτελιστικές τιμές για να μεταφερθούν στο Ράιχ». Επιπλέον, ο λιμός εντάθηκε και από το γεγονός ότι η χώρα ήταν διαιρεμένη σε ζώνες κατοχής που η καθεμία είχε τα δικά της «σύνορα» και το δικό της νόμισμα με αποτέλεσμα να υπάρχει σοβαρός περιορισμός στη διακίνηση των αγαθών. Η απαραίτητη ανταλλαγή αγαθών μεταξύ αγροτικών περιοχών και αστικών κέντρων περιορίστηκε ακόμη περισσότερο γιατί το δεδομένα «υποανάπτυκτο δίκτυο μεταφορών και συγκοινωνιών είχε πληγεί σοβαρά εξαιτίας της επίταξης οχημάτων και καυσίμων και των καταστροφών στο οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο».
Η ανελέητη λεηλασία και η οικονομική εκμετάλλευση της χώρας από τους Γερμανούς κατακτητές οδήγησε στην κατάρρευση της τροφοδοσίας και της οικονομίας. Όπως αναφέρει ο Μ. Μαζάουερ «Το Υπουργείο Τροφίμων και Γεωργίας [του Ράιχ] γνώριζε το μέγεθος της κατάστασης, αλλά ήταν ενάντια στο να δοθεί οποιαδήποτε βοήθεια στην Ελλάδα». Τα στελέχη του υποστήριζαν ότι «δεν μπορούσαν να σταλούν σιτηρά στην Ελλάδα χωρίς να μπει σε κίνδυνο η τροφοδοσία της ίδιας της Γερμανίας». Η στάση τους μεθόδευσε τους μαζικούς θανάτους.
Ο λιμός του χειμώνα 1941 – 1942 είχε δραματικό αντίκτυπο στις μεγάλες πόλεις, κυρίως στην Αθήνα και τον Πειραιά, αλλά και στα μικρά άγονα νησιά. Στις 9 Ιουνίου 1941, οι κάτοικοι της Αθήνας ξεκίνησαν να λαμβάνουν τρόφιμα με δελτίο. Παράλληλα, η Μαύρη Αγορά έλαβε τεράστιες διαστάσεις. Σύμφωνα με τις πηγές της εποχής, το μεγαλύτερο μέρος της σοδειάς από την επαρχία δεν κατέληγε στην αγορά αλλά σε κερδοσκόπους και μεσάζοντες. Το παράνομο εμπόριο σχεδόν αντικατέστησε τις πραγματικές συναλλαγές και σε λίγους μήνες τα τρόφιμα είχαν σχεδόν εξαφανιστεί από τα ράφια των καταστημάτων. Συσσίτια άρχισαν να οργανώνονται από την εκκλησία, φιλανθρωπικές οργανώσεις και τον Ερυθρό Σταυρό.
Στην πρωτεύουσα την περίοδο 1941 – 1942 πέθαναν από τον λιμό κατά προσέγγιση 45.000 άνθρωποι, ενώ στη Θεσσαλονίκη το χρονικό διάστημα 1942 – 1943 απεβίωσαν από ασιτία - σε συνδυασμό και με την ελονοσία - περίπου 5.000 άνθρωποι.
Στην ελληνική συλλογική μνήμη η οδύνη του λιμού παραμένει ένα από τα ισχυρότερα μελανά στοιχεία της γερμανικής κατοχής. Όπως και πάλι μαρτυρεί ο Ροζέ Μιλλιέξ: «Πώς να ξεχάσουμε εκείνα τα μικρά τραγικά πρόσωπα τα σκαμμένα από την πείνα, τα χωρίς χαρά, που δεν ήξεραν πια να χαμογελούν, με το δέρμα κολλημένο πάνω στα πλευρά, με τους σπονδύλους των κινουμένων αυτών σκελετών να προεξέχουν, εκείνες τις κνήμες που είχαν γίνει σαν καλάμια και ήταν τόσο εύθραυστες ώστε παιδιά οκτώ χρονών έπρεπε να στηρίζονται σαν γέροι με μπαστούνια ή να τα σηκώνουν σαν βρέφη στα χέρια».
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Πολυμέρης Βόγλης, Η ελληνική κοινωνία στην Κατοχή 1941 – 1944, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2010
Φανή Κωνσταντίνου, «Γύρω από τη ζωή και το έργο της Βούλας Παπαϊωάννου», από το Λεύκωμα Η φωτογράφος Βούλα Παπαϊωάννου. Από το φωτογραφικό αρχείο του Μουσείου Μπενάκη, ιστορικά σχόλια Τασούλα Βερβενιώτη, επιμέλεια τόμου Φανή Κωνσταντίνου, Johanna Weber, Σταύρος Πετσόπουλος, Εκδόσεις Άγρα / Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2007.
Μαρκ Μαζάουερ, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994.
(τελευταία ανανέωση: 28.04.2021)