Δοσιλογισμός
Ο σχηματισμός κυβερνήσεων φιλογερμανικού προσανατολισμού και το φαινόμενο της συνεργασίας με τον κατακτητή υπήρξε κοινό στοιχείο για όλες τις κατεχόμενες απ’ τις δυνάμεις του Άξονα χώρες. Η γερμανική πλευρά έθετε το πλαίσιο και τους όρους της συνεργασίας, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι οι συνεργάτες δεν ακολουθούσαν δικούς τους στόχους και συμφέροντα. Στις 30 Απριλίου 1941 σχηματίστηκε κυβέρνηση με επικεφαλής τον στρατηγό, Γεώργιο Τσολάκογλου. Ακολούθησε στις 2 Δεκεμβρίου 1942 ο σχηματισμός της νέας κατοχικής κυβέρνησης υπό τον καθηγητή Μαιευτικής και Γυναικολογίας Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο. Τρίτος, τον Απρίλιο του 1943, ανέλαβε ο πολιτικός Ιωάννης Ράλλης ο οποίος μάλιστα κατέστη υπεύθυνος για τη συγκρότηση στρατιωτικών μονάδων από Έλληνες «εθνικιστές», με σκοπό την καταπολέμηση του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και τη διατήρηση της πολιτικής και κοινωνικής τάξης. Αυτά τα ποικιλόμορφα ένοπλα αντικομμουνιστικά σώματα έγιναν ευρύτερα γνωστά με τον επίσημο τίτλο Τάγματα Ευζώνων ή τον γενικό όρο Τάγματα Ασφαλείας.
Στην κατεύθυνση αυτή, ο Ράλλης βρήκε πρόθυμους τους Γερμανούς, που αντιλήφθηκαν πως η ένοπλη συνεργασία με τους Έλληνες θα υποδαύλιζε τον ενδοελληνικό διχασμό και θα βοηθούσε –όπως δήλωσε ο Στρατιωτικός Διοικητής για την περιοχή της Βαλκανικής, πτέραρχος Αλεξάντερ Λαιρ – να «εξοικονομηθεί πολύτιμο γερμανικό αίμα». Έτσι, τα Τάγματα Ασφαλείας θεωρήθηκαν «πολιτικό μέτρο στο πλαίσιο του αντικομμουνιστικού αγώνα - για τον οποίο το αντικομουνιστικό τμήμα του ελληνικού πληθυσμού θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί πλήρως, για να εκδηλωθεί ξεκάθαρα και να ωθείται σε ανοιχτή έχθρα προς τον κομουνισμό». Από τα τέλη του 1943, τα Τάγματα Ασφαλείας συμμετέχουν σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των κομμουνιστών αντιστασιακών στις πόλεις και την ύπαιθρο και πραγματοποιούν εκτελέσεις με δική τους πρωτοβουλία. Τις προσπάθειες της κυβέρνησης Ράλλη για τη συγκρότηση ένοπλων Ταγμάτων Ευζώνων συνέδραμαν διάφοροι αντικομμουνιστικοί κύκλοι, πολιτικοί παράγοντες και αξιωματικοί.
Εκτός από τα Τάγματα, έδρασαν στην κατεχόμενη Ελλάδα διάφορες δοσιλογικές ομάδες, όπως ο γερμανοντυμένος Εθνικός Ελληνικός Στρατός (ΕΕΣ) με διοικητή τον συνταγματάρχη Γεώργιο Πούλο και οι ομάδες των Βήχου, Σούμπερτ και Δάγκουλα στην Μακεδονία, οι οποίες ανέλαβαν καθήκοντα ανάλογα με αυτά των Ταγμάτων Ασφαλείας στη βόρεια Ελλάδα, αλλά δρούσαν ανεξάρτητα και συνδέονταν απευθείας με αξιωματικούς των Ες-Ες. Κατά τη διάρκεια της δράσης τους, διέπραξαν σωρεία φρικτών εγκλημάτων σε βάρος του άμαχου ελληνικού πληθυσμού, όπως στα Γιαννιτσά και στον Χορτιάτη τον Σεπτέμβριο του 1944, ενώ επιδίδονταν σε λεηλασίες και ληστείες κινητής και ακίνητης περιουσίας. Σημαντικές βάσεις ένοπλων συνεργατών υπήρξαν η νότια Πελοπόννησος, η Εύβοια και η Δυτική Μακεδονία. Συνολικά, οι έρευνες υπολογίζουν ότι πάνω από 20.000 ένοπλοι στελέχωσαν τις διάφορες ομάδες που συνεργάστηκαν με τα κατοχικά στρατεύματα.
Μετά το 1945, η Ελλάδα συνιστά τη μεγάλη εξαίρεση στη διαχείριση του φαινομένου του δοσιλογισμού. Στη μεταπολεμική εποχή, εξαιτίας της αντικομμουνιστικής κατεύθυνσης των κρατικών θεσμών την περίοδο του Εμφυλίου αλλά και πολλές δεκαετίες αργότερα, έγιναν ελάχιστες δίκες και ακόμα λιγότερες καταδίκες συνεργατών, ενώ η ένοπλη συνεργασία όχι μόνο δεν επέσυρε καμία κύρωση αλλά σε πολλές περιπτώσεις αναγνωρίστηκε ως "εθνική δράση".